βιογραφώ

βιογραφώ
(-έω)
συνθέτω τη βιογραφία κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιογραφώ — ησα, γράφω τη βιογραφία κάποιου: Προσπαθώ να βιογραφήσω εξέχουσες φυσιογνωμίες της πόλης μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”